Ποδοσφαιρο

Το θαύμα της Μίντιλαντ

Διαβάστε ένα πολύ ωραίο αφιέρωμα της «Σημερινής» για την πιθανή αντίπαλο της ομάδας μας στο 3ο προκριματικό γύρο του Τσάμπιονς Λιγκ. Η Μίντιλαντ, η οποία ήταν μια άσημη επαρχιακή ομάδα κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της Δανίας.

Το αφιέρωμα της «Σημερινής»:

Το πρώτιστο πρωτάθλημα της άσημης μέχρι πρότινος Μίντιλαντ στη Δανία, ήλθε με τη βοήθεια υπολογιστών και της θεωρίας των πιθανοτήτωνΗ νέα πρωταθλήτρια Δανίας εδρεύει στο Χέρνινγκ, μια πόλη 48.000 κατοίκων με κόκκινα πλινθόκτιστα σπίτια κι έναν πεζόδρομο, στον οποίο τα καταστήματα κλείνουν στις πεντέμισι το απόγευμα. Προπονείται σ’ ένα ανώμαλο λιβάδι ανάμεσα σε δέντρα και μαραμένους φράκτες, στο οποίο είτε λυσσομανάει ο αέρας (φέρνοντας τη μυρωδιά της κοπριάς από τα παρακείμενα χωράφια) είτε βρέχει καταρρακτωδώς. Κι όμως σ’ αυτήν την περιοχή, όπου -σύμφωνα με μια δανέζικη παροιμία- ακόμη και τα κοράκια κάνουν μεταβολή, λαμβάνει χώρα εδώ και ένα χρόνο το πιο συναρπαστικό πείραμα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Το «έτρεξαν» τέσσερις άνθρωποι: ένας έξυπνος πρόεδρος (μόλις 31 ετών και με αλογοουρά), ένας 47χρονος πρώην χρηματοοικονομικός έμπορος (με περιουσία από στοιχήματα σε ποδοσφαιρικούς αγώνες), ένας 43χρονος οξύθυμος αθλητικός διευθυντής κι ένας 42χρονος παθιασμένος προπονητής. Αυτοί κατόρθωσαν τον περασμένο χρόνο να μετατρέψουν ένα επαρχιακό σωματείο σ’ ένα σύλλογο, στον οποίο μαθηματικά μοντέλα και αλγόριθμοι παίζουν μεγαλύτερο ρόλο απ’ οπουδήποτε αλλού στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.

«Αρχικά είπα…  χαζομάρες!»
Όταν στα τέλη Ιουλίου 2014 η Μίντιλαντ απέκτησε νέο μεγαλομέτοχο και τα πάντα άλλαξαν εν μια νυκτί, ο αρχηγός Κρίστιαν Μπαχ Μπακ ανησύχησε. Η εμμονή του νέου ιδιοκτήτη με τις στημένες μπάλες, η έγκριση των μετεγγραφών από τα αποτελέσματα ενός μαθηματικού μοντέλου, τα σπάνια στατιστικά που έρχονταν στο ημίχρονο στο κινητό του προπονητή (και επηρέαζαν εμφανώς τις αποφάσεις του), η άφιξη ενός ψυχολόγου που διεξήγαγε τεστ προσωπικότητας και, τέλος, η προσθήκη στο τεχνικό επιτελείο ενός νευροβιολόγου από την Οξφόρδη έκαναν την ανησυχία του 32χρονου να χτυπήσει κόκκινο: «Αρχικά είχα σκεφτεί ότι όλα είναι χαζομάρες, διότι στο ποδόσφαιρο το μόνο που μετρά είναι να παίζεις με ψυχή».

Λίγους μήνες αργότερα, στα κορυφαία ευρωπαϊκά πρωταθλήματα δεν υπάρχει ομάδα τόσο αποτελεσματική στις στημένες μπάλες όσο η νέα πρωταθλήτρια Δανίας: κατά μέσο όρο ένα γκολ ανά παιχνίδι από κόρνερ και φάουλ! Ο Μπακ, τέσσερις συμπαίκτες του και μέλη του τεχνικού επιτελείου απαρτίζουν την ομάδα των στημένων φάσεων, η οποία διαθέτει ένα πλούτο σε παραλλαγές για κόρνερ και φάουλ (μικρά κόλπα στους διαδρόμους τρεξίματος ή στο μπλοκάρισμα, άλλες φορές για τρελές επινοήσεις) τόσο μοναδικό, ώστε ήδη την έχουν επισκεφτεί εξειδικευμένοι προπονητές από την Αγγλία, την Ιταλία και ένας προπονητής ομάδας NFL!

Όταν ο Άνκερσεν…
Στις ακαδημίες της Μίντιλαντ ο Μπακ είχε για συμπαίκτη και συγκάτοικο τον Ράσμους Άνκερσεν, ο οποίος ένεκα τραυματισμού στο γόνατο τερμάτισε την ποδοσφαιρική καριέρα του σε ηλικία 21 ετών, έγινε προπονητής ακαδημιών και ξεκίνησε να διαβάζει βιβλία για την επιτυχία στον αθλητισμό. Κάποια στιγμή άρχισε να δίνει διαλέξεις, αργότερα και στα αγγλικά. Σήμερα ζει στο Λονδίνο και ταξιδεύει ανά τον κόσμο αμειβόμενος με πενταψήφια ποσά για τις διαλέξεις του και συμβουλεύοντας εταιρείες όπως οι Lego, Facebook και Ikea.

Το μεγαλύτερο ταλέντο του Άνκερσεν είναι η μετατροπή περίπλοκων σχέσεων σε πρακτικά συνθήματα. Το απέδειξε προ τετραετίας με το βιβλίο του “The Goldmine Effect”, για το οποίο έκανε έρευνα σε Κένυα, Τζαμάικα, Βραζιλία και Ρωσία (σ.σ. χώρες προέλευσης των κορυφαίων μαραθωνοδρόμων, σπρίντερ, ποδοσφαιριστών και αντισφαιριστών αντιστοίχως). Σε αυτό επιχειρεί να εξηγήσει τι συνιστά ταλέντο στον αθλητισμό και ποιοι παράγοντες συμβάλλουν στην ιδιαίτερη επιτυχία των αθλητών κορυφής. Χάρη στις έξυπνες παρατηρήσεις το βιβλίο έγινε ανάρπαστο και έκτοτε έχει μεταφραστεί σε 25 γλώσσες.

Ο Μπένχαμ
Συνάμα έγινε και η αιτία για την προ διετίας συνάντηση του Άνκερσεν στο Λονδίνο με τον Μάθιου Μπένχαμ, ιδιοκτήτη της Μπρέντφορντ. Η τελευταία ήταν τότε στη γ’ κατηγορία κι είχε φιλοδοξίες ανόδου. Όταν ο Άνκερσεν ρώτησε τον Μπένχαμ για τις πιθανότητες προβιβασμού της ομάδας του, ο Άγγλος απάντησε σοβαρά 42,3%, ένα ποσοστό που είχε βγάλει μέσα από μοντέλο πιθανοτήτων. Ο Δανός αντιλήφθηκε αμέσως ότι ο Μπένχαμ σκεπτόταν διαφορετικά απ’ ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο.

Οι δυο τους ταίριαξαν εξ αρχής. Ο Άνκερσεν εξήγησε στον Μπένχαμ το ποδόσφαιρο από τη σκοπιά ενός ποδοσφαιριστή και προπονητή. Ο Μπένχαμ παρουσίασε στον Άνκερσεν μια πληθώρα ιδεών για το άθλημα, οι οποίες πήγαζαν από μαθηματικούς και στατιστικούς υπολογισμούς. «Μ’ έμαθε να βλέπω αλλιώς το ποδόσφαιρο», παραδέχεται ο Άνκερσεν. Με την επιχείρησή του στο Κέντις Τάουν του βόρειου Λονδίνου, τη Smartodds, ο Μπένχαμ ποντάρει εδώ και πάνω από μια δεκαετία επαγγελματικά σε ποδοσφαιρικούς αγώνες. Το μαθηματικό μοντέλο, στο οποίο βασίζονται αυτά τα στοιχήματα, τον έκανε πλούσιο και του επέτρεψε να αποκτήσει το 2010 το πλειοψηφικό πακέτο της αγαπημένης του Μπρέντφορντ, στην οποία μέχρι σήμερα έχει επενδύσει 50 εκατομμύρια ευρώ.

Στις αρχές του 2014 ο Μπένχαμ εκμυστηρεύτηκε στον Άνκερσεν ότι ήθελε να αγοράσει έναν σύλλογο του εξωτερικού. Είχε κατά νου έναν βελγικό, αλλά ο Άνκερσεν τον κατηύθυνε στην πρώην ομάδα του, η οποία ευρισκόταν τότε σε οικονομικές δυσκολίες. Τον Ιούλιο του 2014 η συμφωνία είχε κλείσει, ο Μπένχαμ πήρε το 75% των μετοχών της Μίντιλαντ και τοποθέτησε τον Άνκερσεν ως πρόεδρο. Ο μοναδικός όρος του: ο σύλλογος έπρεπε να είναι ανοικτός σε όλες τις ιδέες του νέου ιδιοκτήτη.

Ο παράγων τύχη
Αυτές οι ιδέες δεν ήταν η ιδιοτροπία ενός πλουσίου που θέλει να πραγματοποιήσει τα ποδοσφαιρικά όνειρά του. Ο Μπένχαμ αγαπά το άθλημα, αλλά το παρακολουθεί με αναλυτικό πνεύμα. Τα εκατομμύριά του προήλθαν από την παντελή αγνόηση αποτελεσμάτων και βαθμολογιών και από την πολύ σοβαρή προσμέτρηση του παράγοντα τύχη. Στην εταιρεία του οι συνεργάτες του καταγράφουν πυρετωδώς μέσα από την τηλεόραση τις ευκαιρίες για γκολ: τις κλασικές, τις καλές, τις μισές. Η ομάδα με την καλύτερη κατανομή ευκαιριών είναι η καλύτερη.

Βάσει αυτού του μοντέλου, τον περασμένο Δεκέμβριο η (προτελευταία στην Μπούντεσλιγκα) Ντόρτμουντ ήταν η δεύτερη καλύτερη ομάδα στη Γερμανία και η τέταρτη καλύτερη στον κόσμο! Το μοναδικό πρόβλημά της, κατά τον Μπένχαμ, ήταν η απίστευτη ατυχία της. «Αν ήμουν πρόεδρός της, θα το έλεγα στον Κλοπ, για να μην αγχώνεται, αλλά όχι δημόσια, διότι οι εφημερίδες μας θα με χλεύαζαν και οι οπαδοί θα έτρεμαν ότι η ομάδα τους διοικείται από έναν σαλεμένο. Οι άνθρωποι δεν αντέχουν, όταν δεν μπορούν να ελέγξουν τα πράγματα», τονίζει ο Μπένχαμ παραθέτοντας σχεδόν αυτούσια μια φράση από το βιβλίο «Γρήγορη σκέψη, αργή σκέψη» του νομπελίστα Ντάνιελ Κάνεμαν, το οποίο κάθε εργαζόμενος σε Smartodds και Μίντιλαντ πρέπει να έχει διαβάσει, διότι περιέχει όλα τα κόλπα που χρησιμοποιούμε, όταν αποφασίζουμε. Ένα από αυτά είναι η κατασκευή ιστοριών που μας επιτρέπουν να κάνουμε θεωρητικά λογικές δηλώσεις, οι οποίες στην πραγματικότητα είναι απόλυτα παράλογες, πολύ απλά επειδή λ.χ. αρνούμαστε να αποδεχτούμε ότι η ομάδα μας είχε άφθονη γκαντεμιά.

«Τα μάτια βλέπουν αυτό που θέλουν»
Στο ημίχρονο και στο τέλος των αγώνων ο προπονητής της Μίντιλαντ, Γκλεν Ρίντερσχολμ, λάμβανε ένα sms αξιολόγησης της απόδοσης της ομάδας του από τον υπολογιστή της Smartodds, ο οποίος τον ενημέρωνε μεταξύ άλλων ακόμη και για τη θέση, από την οποία είναι το πιθανότερο να πετύχουν γκολ οι ποδοσφαιριστές του. Ό,τι ακούγεται σκληρό, τεχνολογικό και κρύο, σήμαινε απλά ότι ο Ρίντερσχολμ δεν έχει να δικαιολογηθεί για μια χαμένη ευκαιρία ενός επιθετικού ή μια λανθασμένη πάσα ενός αμυντικού που κόστισαν τη νίκη ή την ήττα. Οι Μπένχαμ και Άνκερσεν δεν θα του πάρουν το κεφάλι, επειδή ήταν άτυχος. Από την άλλη, ο Ρίντερσχολμ οφείλει να δικαιολογήσει νίκες, στις οποίες η ομάδα του υπήρξε κατώτερη των προσδοκιών.

«Τα μάτια βλέπουν αυτό που θέλουν. Αντί συναισθημάτων τώρα έχουμε δεδομένα και αυτό μας δίνει την αυτοπεποίθηση να μη φοβόμαστε τίποτε, όταν δουλεύουμε καλά», είχε τονίσει μεσούσης της περιόδου ο Ρίντερσχολμ, ο οποίος όμως προ δεκαημέρου παραιτήθηκε αρνούμενος -όπως τόνισε- να δεχτεί πλέον συμβιβασμούς στην καθημερινότητά του. Σύμφωνα με τα δανέζικα Μ.Μ.Ε., στον 42χρονο δεν άρεσε ότι η πολιτική, η στρατηγική και το μέλλον του συλλόγου διαμορφώνονται εν πολλοίς στο Λονδίνο, όπου διαμένουν οι Μπένχαμ και Άνκερσεν.

Είκοσι υποψήφιοι ανά θέση
Ο τελευταίος αποκάλυψε ότι για τη διαδοχή του προπονητή η Μίντιλαντ έχει ήδη καταρτισμένη λίστα υποψηφίων, η οποία διαμορφώθηκε ακριβώς όπως η αντίστοιχη για τις μετεγγραφές ποδοσφαιριστών. Ο υπολογιστής στη Smartodds συνθέτει μια διεθνή κατάταξη συλλόγων συγκρίνοντας π.χ. τη δυναμική του παιχνιδιού μιας ομάδας β’ κατηγορίας της Γερμανίας με την αντίστοιχη μιας ομάδας στην Πρέμιερ Λιγκ.
Για τον 43χρονο αθλητικό διευθυντή, Κλάους Στάινλαϊν, το ψηφιοποιημένο σκάουτινγκ είναι μια ευλογία, αφού αντί για έναν σκάουτερ μερικής απασχόλησης, διαθέτει πλέον 200 (τους εργαζόμενους στη Smartodds) που συλλέγουν δεδομένα και για κάθε θέση που πρέπει να καλυφθεί του στέλνουν 20 οικονομικά προσιτούς υποψήφιους, οι οποίοι αγωνίζονται σε άγνωστα σε αυτόν πρωταθλήματα.

Χάρη στα KPIs προκύπτουν ατομικά προφίλ απόδοσης, τα οποία σε συνδυασμό με την πληθωρική κατασκοπεία μέσω DVDs βοηθούν στον περιορισμό των στόχων. Ακολούθως ξεκινά η κλασική δουλειά του αθλητικού διευθυντή (επαφή με ατζέντηδες, επί τόπου κατασκοπία και διαπραγματεύσεις με υποψήφιους νεοφερμένους).

«Τρελαμένοι όπως εμείς»
Με αυτόν τον καινοτόμο τρόπο ο Στάινλαϊν καταφέρνει να μπαίνει σφήνα στον οικονομικά υπέρτερο ανταγωνισμό από την πρωτεύουσα (Κοπεγχάγη και Μπρέντμπι έχουν διπλάσιο προϋπολογισμό), ακριβώς όπως και ο Μπίλι Μπιν στην ομάδα μπέιζμπολ Oakland Athletics, η οποία έγινε πηγή έμπνευσης για την ταινία “Moneyball” (με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ).

«Η διάνοιξη νέων δρόμων είναι μέρος του DNA της Μίντιλαντ», διαβεβαιώνει ο Στάινλαϊν. Η νέα πρωταθλήτρια Δανίας ήταν η πρώτιστη στη χώρα που έφτιαξε δικές της ακαδημίες (2000), οι οποίες έχουν αναδείξει περισσότερους επαγγελματίες απ’ ό,τι όλοι οι υπόλοιποι σύλλογοι στη χώρα, ενώ το 2004 ίδρυσε ποδοσφαιρική σχολή σε μία από τις πιο δύσκολες αφρικανικές χώρες, τη Νιγηρία. «Επειδή ήταν τόσο δύσκολο κι επικίνδυνο, γνωρίζαμε ότι μόνο τόσο τρελοί όσο εμείς θα το έκαναν», λέει ο Στάινλαϊν. Τη σχολή στο Λάγκος διευθύνει ο Τσέρτσιλ Ολίσε (αδελφός του πρώην άσου της Ντόρτμουντ, Σάντεϊ), ο οποίος κάθε χρόνο στέλνει στη Μίντιλαντ τους καλύτερους πιτσιρικάδες του. Εξ αυτών 13 έχουν γίνει ήδη επαγγελματίες ποδοσφαιριστές στην Ευρώπη, οι υπόλοιποι επιστρέφουν με μισθούς δύο χρόνων, προκειμένου να φτιάξουν μια καινούργια ζωή.

Αυτές οι πρακτικές προσέλκυσαν στη Μίντιλαντ τον Μπένχαμ, για τον οποίο σε κάθε κλάδο υπάρχουν δύο μοντέλα: είτε κάνεις ό,τι και οι άλλοι, αλλά καλύτερα, είτε επιχειρείς να είσαι όσο πιο καινοτόμος γίνεται. Η νέα καινοτομία της Μίντιλαντ είναι η σύζευξη ιδιοφυών και συναισθηματικών τύπων. Στο ποδόσφαιρο οι προπονητές, οι τεχνικοί διευθυντές και οι πρόεδροι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, καθώς κατά κανόνα αποφασίζουν με την καρδιά και το ένστικτο. Γι’ αυτό και είναι συχνά εξαιρετικά δύσπιστοι απέναντι σε αναλυτές, στατιστικολόγους και αθλητικούς επιστήμονες, οι οποίοι απαρτίζουν την πρώτη κατηγορία. Η περίπτωση της Μίντιλαντ αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κάποια μυστική συνταγή ποδοσφαίρου, αλλά μόνον η σύνθεση της ψυχρής ανάλυσης με το συναίσθημα.

Ο Άνκερσεν είναι ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στους κόσμους του συναισθήματος και της ιδιοφυΐας και τον συναρπάζει ότι για πρώτη φορά στο ποδόσφαιρο συνυπάρχουν. «Ειλικρινά δεν έχω ιδέα πού θα μας βγάλει, αλλά ίσως να είναι πραγματικά μια επανάσταση». Και μόλις έχει αρχίσει…

sigmalive.com
Previous post

Με Λίνκολν ή Μίντιλαντ

Next post

Να μην γίνουμε αυτόχειρες